"Γράφουμε για να ξορκίσουμε την ασχήμια και το ατελές της ύπαρξης"

Συνέντευξη με τη συγγραφέα Έρση Σεϊρλή
Επιμέλεια:
Βασιλική Β. Παππά
vpappa@cultmagz.com
Η Έρση Σεϊρλή γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη. Επίσης ασχολήθηκε με τον κλασικό χορό και ακολούθησε χορευτική και χορογραφική καριέρα.
Β.Π.: Κυρία Σεϊρλή γεννηθήκατε στον Πειραιά. Θα θέλατε να μας περιγράψετε το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσατε;
Ε.Σ.: Γεννήθηκα στο Πασαλιμάνι, τότε που το Πασαλιμάνι ήταν όμορφο, αναφέρω σε ένα παλαιότερο βιογραφικό μου σημείωμα, εννοώντας, μεταξύ άλλων, ότι γεννήθηκα όταν δεν είχε ακόμη διαρραγεί η συνέχεια. Τότε που τα σπίτια και οι γειτονιές αποτελούσαν κιβωτό μνήμης. Με τον αστικό ή τον λαϊκότερο χαρακτήρα τους. Η γενιά μου είδε την Αθήνα και τον Πειραιά να αλλάζουν, να παραμορφώνονται. Για την ηρωίδα του Γκρίζου Κύκνου συγκεκριμένα, η εξορία από το αστικό τοπίο σηματοδοτεί και την έξοδο από τον Παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Ανήκω στους τυχερούς που μεγάλωσαν σε ένα τέτοιο μαγικό σπίτι, από όπου μπορούσα να δω τη θάλασσα. Σε μια αγαπημένη και προοδευτική οικογένεια, ευκατάστατη για τα δεδομένα της εποχής. Έζησα με ελευθερία, παιχνίδια στην αυλή, μπάνια στην παραλία του Ολυμπιακού, καλοκαιρινές διακοπές στον Πόρο. Οι αναμνήσεις από εκείνη την εποχή παραμένουν μέχρι σήμερα πηγή έμπνευσης και δύναμης.
Β.Π.: Πρόσφατα έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο σας «Γκρίζος Κύκνος». Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφετε: «Ποτέ δεν αντιμετώπισα το χορό σαν κάτι ξεχωριστό με τη δική του αξία. Κατά καιρούς υπήρχαν ανακατατάξεις, αλλά έπειτα από σύντομη ερωτική έκλαμψη, εγώ και ο χορός επιστρέφαμε στη ρουτίνα της υπερβολικής οικειότητας. Πρόκειται για ιστορία έρωτα και μίσους... Για μια σχέση.. που κράτησε πάνω από έξι δεκαετίες». Θα θέλατε να μας μιλήσετε περισσότερο γι' αυτή τη σχέση αλλά και για το βιβλίο σας;
Ε.Σ.: Το πώς και το γιατί με έχρισαν χορεύτρια, αποτελεί το θέμα του βιβλίου μου. Του πιο βιωματικού και του μόνου που αναφέρεται στον χορό. Σε προχωρημένη ωριμότητα και εν μέσω αντιξοοτήτων, η ηρωίδα του Γκρίζου Κύκνου στρέφεται στο παρελθόν και επανεξετάζει την πορεία της. Θέλει να κατανοήσει την αλλόκοτη σχέση έρωτα και μίσους που την καθόρισε; Κι ενώ χόρευε από τότε που θυμάται τον εαυτό της, ποτέ δεν πήρε τον χορό στα σοβαρά, ούτε τον επέλεξε ως επάγγελμα. "Με έγραψαν στη Ρυθμική, επειδή γνώριζαν την κυρία Θάλεια, όχι επειδή το ζήτησα" αναφέρει. Τώρα που ο χορός έχει φύγει οριστικά από τη ζωή της, πιάνει το νήμα από τη βρεφική κιόλας ηλικία και διατρέχει όλα τα στάδια, πότε γελώντας, πότε κλαίγοντας. Ο απολογισμός θα αποβεί θετικός, αφού στο τέλος συμφιλιώνεται και με τον χορό και με τον εαυτό της.
Β.Π.: Τι είναι η συγγραφή για εσάς; Ποιος ο λόγος να γράφει κανείς σήμερα; Κίνητρο οικονομικό δεν υπάρχει. Είναι μήπως πράξη προσωπικής αντίστασης και παρηγοριάς;
Ε.Σ.: Σε έναν τέλειο κόσμο δεν θα υπήρχαν συγγραφείς. Υπάρχει όμως τέλειος κόσμος; Γράφουμε για να ξορκίσουμε την ασχήμια και το ατελές της ύπαρξης. Δημιουργούμε, αναζητώντας τον χαμένο Παράδεισο, όπως τον αντιλαμβάνεται ο καθένας.
Β.Π.: Από το 1992 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί οκτώ βιβλία σας. Ποια είναι η χειρότερη κριτική που έχει γραφτεί για τη δουλειά σας και αντίστοιχα η καλύτερη; Λαμβάνετε υπόψη σας την αρνητική κριτική ή ασπάζεστε την άποψη: «Ό, τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό»;
Ε.Σ.: Διαλέγοντας μία από τις θετικές κριτικές, θα αδικούσα τις υπόλοιπες. Τους συντάκτες κυρίως. Μέχρι στιγμής, κανένα βιβλίο μου δεν έχει λάβει αρνητική κριτική. Θα ήταν, πάντως, καλοδεχούμενη, εάν το κείμενο είχε διαβαστεί σωστά, εάν δηλαδή είχαν κατανοηθεί πλήρως οι προθέσεις και το ύφος μου. Η εποικοδομητική κριτική, ακόμη και όταν δυσαρεστεί, μπορεί να αποβεί χρήσιμη στην εξέλιξη του συγγραφέα.
Β.Π.: Τα λογοτεχνικά έργα που εμπεριέχουν το συναίσθημα «αγγίζουν» τους αναγνώστες. Πώς όμως δικαιολογείται ο ισχυρισμός αυτών που υποστηρίζουν ότι το συναίσθημα «σκοτώνει» την τέχνη;
Ε.Σ.: Το έργο Τέχνης αρδεύεται από το συναίσθημα, σε συνεργασία πάντα με τη διάνοια. Ο σύνθετος νους επεξεργάζεται τη συγκίνηση, την μετουσιώνει. Ο απλοϊκός νους, αντίθετα, δεν γνωρίζει την αναγωγή, μεταφέρει αυτούσιο το ερέθισμα, καταλήγοντας στην εκφραστική κοινοτοπία. Την Τέχνη δεν την σκοτώνει το συναίσθημα, αλλά ο συναισθηματισμός. Τουτέστιν η επιδερμική προσέγγιση των συγκινήσεων, χωρίς τη γνώση και την κατάλληλη επεξεργασία. Πίσω από κάθε έργο τέχνης, κρύβεται ένα δυνατό συναίσθημα. Το αναγνωστικό κοινό, εξάλλου, δεν είναι ενιαίο. Άλλοι συγκινούνται από το μελόδραμα, άλλοι στρέφονται σε βιβλία καλογραμμένα, αλλά βατά, μυθοπλασίες, που προσφέρουν παραμυθία μέσα από δοκιμασμένες συνταγές. Υπάρχει τέλος και ένα μικρότερο, αλλά απαιτητικό κοινό που αναζητεί την αυθεντική δημιουργία.
Β.Π.: Τι λέτε σε όλους εκείνους που ισχυρίζονται ότι η Τέχνη δεν είναι παρά ένα αντίδοτο στο φόβο του ανθρώπου για το θάνατο;
Ε.Σ.: Νομίζω ότι αναφέρεστε στην ποθητή, πλην όμως ανέφικτη πλέον υστεροφημία. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι παράγονται έργα - όχι μόνο λογοτεχνικά- εφάμιλλα των παλαιών αριστουργημάτων, ακόμη και τότε, ποιος μπορεί να εγγυηθεί για τη διαθεσιμότητα ενός μελλοντικού κοινού ή και για την επιβίωση του δυτικού κοσμοειδώλου; Κατά τα άλλα, η αντιμετώπιση της θνητότητας ποικίλει. Εγώ, επί παραδείγματι, φοβάμαι μόνο τον θάνατο των άλλων. Με τον δικό μου νιώθω συμφιλιωμένη από την εφηβεία. Εκτός αν η απώλεια του εαυτού είναι κάτι το ασύλληπτο, εξ ου και ο τρόμος θάβεται στο ασυνείδητο....
Β.Π.: Αν σας ρωτούσα ποιοι συγγραφείς σας αγγίζουν πολύ, ποιους θα αναφέρατε;
Ε.Σ.: Υπάρχουν συγγραφείς που με ενδιαφέρουν, συγγραφείς που με έχουν επηρεάσει, συγγραφείς που επιλέγω. Υπάρχουν οι εκλεκτικές συγγένειες και οι έρωτες ζωής. Όπως ο Προυστ, λόγου χάρη. Ο τρόπος έκφρασης στο " Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" απέχει από τα πρότυπά μου, αλλά ο Μαρσέλ, ο κεντρικός ήρωας, αποτελεί το alter ego μου. Υπηρετώ τη μικρή φόρμα, άρα ψηφίζω υπέρ του Καχτίτση και του Γονατά, του Τσέχωφ και του Κάρβερ. Πιστεύω ότι η εποχή μας δεν ευνοεί τις μεγάλες αφηγήσεις. Καθώς το " à la manière de" με αφήνει παντελώς αδιάφορη, εμμένω στους παλαιότερους: Τόμας Μαν, Κάφκα, Ροτ, Μπροχ, Μούζιλ, Μπέρνχαρντ, Μπουλγκάκοφ, Ζεμπάλντ, Σάμπατο, Κορτάσαρ. Και σε τόσους και τόσους άλλους. Και για να έρθω στα καθ' ημάς... Ενδεικτικά και με τυχαία σειρά: "Γυναίκα της Ζακυθος", "Δύσκολες Νύχτες", " Το Κιβώτιο", "Η Κασσάνδρα και ο Λύκος", τα διηγήματα του Βιζυηνού, του Θεοτόκη, του Παπαδιαμάντη.... Σταματώ γιατί ο κατάλογος είναι μακρύς.
Β.Π.: Όλοι μας τους τελευταίους μήνες βιώνουμε μια περιπέτεια, αρχικά είχαμε την επέλαση του Covid στη ζωή και την καθημερινότητά μας. Στη συνέχεια τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις τελευταίες μέρες το θέμα της Πάτρας με τον θάνατο των τριών παιδιών.. όπου καταδεικνύεται ότι η ανθρώπινη ζωή δεν έχει και τόσο μεγάλη αξία στις μέρες μας. Ως άνθρωπος της τέχνης που είστε, πως βιώνετε όλες αυτές τις καταστάσεις; Για σας τι αξίζει περισσότερο τελικά στη ζωή κυρία Σεϊρλή;
Ε.Σ.: Έχουν γραφτεί - και συνεχίζουν να γράφονται- τόσα πολλά για τα δραματικά γεγονότα, που η γνώμη μου δεν θα προσέθετε κάτι καινούργιο. Λέω μόνο ότι τάσσομαι αναφανδόν κατά του αδιανόητου, για τα ευρωπαϊκά κεκτημένα, Πολέμου. Τάσσομαι κατά της συγκεκριμένης Εισβολής και όχι απλά υπέρ μιας Ειρήνης απροσδιόριστης, διαχρονικής και αφηρημένης. Δεν πιστεύω ότι η ανθρώπινη ζωή μετράει λιγότερο σήμερα. Η φρίκη και το αποτρόπαιο ακολουθούν τον άνθρωπο σε όλη την ιστορική του διαδρομή. Μόνο που τώρα η καταιγιστική διάδοση των φοβερών γεγονότων μάς καθιστά συμμέτοχους, για να μην πω, συνένοχους. Η θεαματική εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου βλάπτει σοβαρά την ψυχική υγεία. Αποφεύγω συστηματικά τις τηλεοπτικές ειδήσεις και ενημερώνομαι μόνο από τις έγκυρες και πλουραλιστικές εφημερίδες. Υπάρχουν και τα συνηθισμένα που με στενοχωρούν. Αναφέρομαι στην αποξένωση, τον διχασμό της κοινωνίας, την απώλεια της φιλίας και της εμπιστοσύνης, τον εκφυλισμό της αστικής Αθήνας. Τι αξίζει περισσότερο στη ζωή; Χωρίς ενδοιασμούς, θα έλεγα: Η αγάπη, η ελευθερία και η ομορφιά. Η αγάπη δεν είναι αυτονόητη. Απαιτεί " μεροδούλι, μεροφάι, στιχουργική".... Την ελευθερία, που μού δόθηκε, επειδή είχα την τύχη να γεννηθώ Ευρωπαία, την τιμώ. Όσο για την ομορφιά... Αυτήν μού την προσφέρει αφειδώλευτα η Τέχνη και η ασύγκριτη ελληνική μας φύση.
Ευχαριστώ για την ανταπόκριση και τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.
Β.Π.: Κι εγώ ευχαριστώ θερμά για τούτη τη συνέντευξη κυρία Σεϊρλή.