Μαριάννα Πλιάκου: «Νιώθω ότι είναι πολλές οι αυθεντικές φωνές στην ποίηση»

Συνέντευξη με την ποιήτρια Μαριάννα Πλιάκου
Επιμέλεια:
Βασιλική Β. Παππά
vpappa@cultmagz.com
Η Μαράννα Πλιάκου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιστορία, Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και Ψυχολογία. Ζει και εργάζεται στο Guernsey. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Σιωπή (2015) και 2017 (2019). Η συνέντευξη γίνεται με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Χ».
Β.Π.: Κυρία Πλιάκου, γεννηθήκατε στη Θεσσαλονίκη. Ποιες είναι οι πρώτες μνήμες σας και ποια τα πρότυπά σας ως παιδί; Υπάρχει κάποιος ο οποίος επέδρασε καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή σας;
Μ.Π.: Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, μα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια ήταν στην Αρναία (ορεινή Χαλκιδική) - χιόνι, σόμπα, καρυδιές, πολύ παιχνίδι. Μετά Θεσσαλονίκη. Αυτό που νιώθω περισσότερο από την εποχή εκείνη είναι η προσπάθειά μου να ενταχθώ (χωρίς να έχω τα εργαλεία που θα με βοηθούσαν να το κάνω) - ως παιδί από το «χωριό» σε παιδί της «πόλης», ως παιδί queer σε παιδί ενός κυρίαρχα cis-gender περιβάλλοντος.
Β.Π.: Λένε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει ένα παιδί μέσα του. Εσείς κατά πόσο έχετε διατηρήσει το παιδί αυτό μέσα σας και πόσο σας βοηθά στη συγγραφή; Οι λέξεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή σας;
Μ.Π.: Η παιδικότητα είναι τόπος που φροντίζω όσο καλύτερα μπορώ. Και με ανταμείβει γενναιόδωρα - είτε τον κατοικώ με τις φίλες, τους φίλους και την οικογένειά μου, είτε δημιουργικά, ως πολύτιμο πρίσμα προς διάθλαση ιδεών. Ως προς τη γλώσσα και τις λέξεις, θεωρώ κι εγώ πως ο κόσμος γύρω μας είναι αυτό που φτιάχνουμε με αυτές. Οι λέξεις και τα αφηγήματα (που μας περιστοιχίζουν) καθορίζουν, περιορίζουν και εξαφανίζουν. Γι' αυτό και τόσος αγώνας γύρω από αυτές.
Β.Π.: Το τελευταίο σας βιβλίο φέρει τον τίτλο «Χ». Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια γι' αυτή τη συλλογή;
Μ.Π.: Το Χ είναι μία λιτή ποιητική συλλογή, μανιφέστο δύο ιδεών. Πρώτα, ενός συλλογικού εμείς, που πατά στη συναισθηματική εγγύτητα που μπορούμε να μοιραζόμαστε (όλ@ πονάμε, χαιρόμαστε, αγωνιούμε, φοβόμαστε, ονειρευόμαστε, αγαπάμε). Μαζί, συζητά ένα μεταιχμιακό τρόπο ζωής, όπου η ταυτότητα δεν είναι μονοκόμματη και στατική, αλλά κάτι που οφείλει να είναι σε συνεχή διαπραγμάτευση. Διαπραγμάτευση των διαφορετικοτήτων μέσα μας, ως άτομα και κοινωνίες, και διαφορετικότητες που δεν αναιρούν η μία την άλλη (ως «είτε / είτε»), αλλά αλληλοσυμπληρώνονται (ως «και / και»). Στο πλαίσιο αυτό, το νησί του Guernsey, όπου κατοικούμε τα τελευταία 14 χρόνια, γίνεται το όχημα-μεταφορά για τη συζήτηση αυτή.
Β.Π.: Γράφοντας έχετε την αίσθηση ότι με τη γραφή μπορείτε να βάλετε σε τάξη τον κόσμο;
Μ.Π.: Έχετε δίκιο, είναι μία διαδικασία αφομοίωσης και εσωτερικής τακτοποίησης. Μαζί, τη νιώθω ως εργαλείο διαχείρισης της σχέσης μου με τον κόσμο αυτό - από τη μία συνδέοντας την εμπειρία μου με αυτή των άλλων, από την άλλη στηρίζοντας ή δημιουργώντας νέα αφηγήματα που προσπαθούν να σταθούν κριτικά απέναντι στα κυρίαρχα.
Β.Π.: Ζούμε σε έναν κόσμο που κυριαρχεί από τη μια η οικονομική ολιγαρχία και από την άλλη οι μετανάστες, οι φτωχοί, οι άνεργοι. Ποια η θέση των ποιητών μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο;
Ποιήτριες/ες (ή μη) επιλέγουμε καθημερινά αν (και πως) θα σταθούμε απέναντι στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική πραγματικότητα. Και είναι το καθημερινό άθροισμα των αόρατων μικρών πράξεων (ή της απουσίας τους) που συνθέτουν αυτή τη στάση μας και, νομίζω, μετρούν περισσότερο (καθώς λιγότερο εμφανείς, καθημερινές στιγμές ελαχιστοποιούν το performative στοιχείο από πλευράς μας). Ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα θετικής αναγνώρισης της παρουσίας του άλλου, μία προσφορά - αυτά φτιάχνουν τον κόσμο γύρω μας, και μαζί εμάς.
Β.Π.: Σήμερα, πιστεύετε ότι υπάρχει αντίσταση των πνευματικών ανθρώπων της Τέχνης, ή θεωρείτε την εικόνα πλασματική; Πιστεύετε στη συλλογική ή τη μοναχική αντίδραση;
Μ.Π.: Ναι, πιστεύω πως υπάρχει. Αυτό, για να γυρίσω στο performative στοιχείο, δε σημαίνει ότι είναι εύκολο η αντίσταση αυτή να είναι ειλικρινής. Θέλει δύναμη και διαύγεια ώστε η θέση μας να στέκεται καθαρά προς υπηρεσία της ιδέας που διατυπώνει και όχι της δουλειάς μας. Ωστόσο, τέτοιες ηθικές προκλήσεις και προβληματισμοί ανήκουν σε όλους τους χώρους. Και στην ποίηση, ευτυχώς, είναι πολλές οι φωνές που νιώθω αυθεντικές. Όσο για το δίλημμα συλλογική ή μοναχική αντίδραση, αγαπώ τις συλλογικές δράσεις αλλά ξέρω πως δεν είναι πάντα εύκολο κανείς να είναι μέρος τους (λ.χ. η φυσική μου απόσταση δυσκολεύει τη συμμετοχή μου). Όλα, λοιπόν, καλά, και όλα μπορούν να προσθέσουν θετικά με τον τρόπο τους.
Β.Π.: Εσείς πώς αντιλαμβάνεσθε αυτή την κατάπτωση των αξιών που παρατηρείται επί των ημερών μας;
Μ.Π.: Μεγάλωσα στον ατομικισμό, τις κομματικοποιημένες μάζες και την πλαστή καταναλωτική ευημερία του '80 και '90, και έτσι βλέπω θετικά τις σημερινές αφυπνίσεις (που ήρθαν, βέβαια, με κόστος). Νιώθω την εποχή μας ζωντανή - εποχή που παίρνει υγιή και κριτική απόσταση από κυρίαρχα αφηγήματα, που συνέχιζαν διάφορες μορφές βίας ως τώρα (σεξιστική, ρατσιστική, ομοφοβική, τρανσφοβική κτλ.). Εποχή που ζητά να βάλει προτεραιότητα το μέλλον αντί για το παρόν (λ.χ. οικολογικός αγώνας). Και εποχή που ευνοεί τη συλλογικότητα (για να γυρίσουμε στην προηγούμενη ερώτησή σας). Μετασχηματισμοί που βρίσκουν (τις αναμενόμενες) αντιστάσεις, μα που το σημαντικό ηθικό τους προβάδισμα τους αναδεικνύει σε κυρίαρχους.
Β.Π.: Ποιους νέους Έλληνες συγγραφείς ξεχωρίζετε;
Μ.Π.: Θα σας πω για την ποίηση. Χωρίς αξιολογική σειρά, αγαπώ τις φωνές των Αλέκου Λούντζη, Γλυκερίας Μπασδέκη, Θωμά Τσαλαπάτη, Βαλάντη Βόρδου, Κυριάκου Συφιλτζόγλου, Βάγιας Κάλφα, τις τομές του Βασίλη Αμανατίδη, την αφήγηση της Δανάης Σιώζιου, τη δύναμη της Φοίβης Γιαννίση, το παιχνίδισμα της Γιώτας Τεμπρίδου. Και άλλες φωνές όμως, που τώρα μάλλον άδικα ξεχνώ.
Β.Π.: Στους φίλους σας τι εκτιμάτε περισσότερο;
Μ.Π.: Την καλοσύνη. Και μαζί το χιούμορ. Και είμαι πολύ τυχερή (τριάντα χρόνια και φιλίας πια με τα πλάσματα που τόσο αγαπώ).
Β.Π.: Κλείνοντας, κυρία Πλιάκου, θα ήθελα να μας πείτε, πώς χαλαρώνετε μετά από μια κοπιαστική ημέρα;
Μ.Π.: Το καλύτερο τέλος για μία δύσκολη μέρα είναι να μπαίνω στην αγάπη που έχουμε εδώ στο σπίτι μας, και να συναντιόμαστε μετά (να 'ναι καλά η τεχνολογία) με τα πλάσματα που σας έλεγα παραπάνω.
Β.Π.: Ευχαριστώ πολύ για τούτη τη συνέντευξη!
Μ.Π.: Κι εγώ σας ευχαριστώ θερμά για τις όμορφες και επιμελημένες ερωτήσεις σας, αλλά και το βήμα που δίνετε στη δουλειά μου!