Θέατρο και Κινηματογράφος. Δύο Τέχνες που όσο υπάρχουν θα βάφουν με χρώμα το γκρίζο της ζωής μας

της Δήμητρας Σαντά*
Στο
άρθρο αυτό εκφράζονται κάποιες σκέψεις
για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Η
λέξη προέρχεται από το ρήμα θεώμαι που
σημαίνει βλέπω από ψηλά, παρατηρώ. Για
μένα προσωπικά, η ετυμολογία του
προσδιορίζει όχι μόνο το γεγονός ότι
γινόμαστε θεατές σε ένα αναπαριστώμενο
γεγονός, αλλά εμβαθύνοντας θα έλεγα,
ότι γινόμαστε θεατές μιας τέχνης υψηλής,
μιας τέχνης «θεωμένης».
Το θέατρο αποθησαυρίζει μέσα του όλα εκείνα που περικλείει η ζωή, αλλά σε μεγεθυμένο βαθμό. Βλέπουμε τις ίδιες μας τις ζωές, την περιπέτεια του ανθρώπου ως οντότητα πάνω στη γη. Λέγοντας περιπέτεια, εννοώ το γεγονός ότι ο άνθρωπος περιπίπτει επί σκηνής σε συγκρούσεις με τον εαυτό του, με τους γύρω του, την κοινωνία, την καθημερινότητά του. Απογυμνώνει το θέατρο όλα αυτά που πολλές φορές κρύβουμε βαθιά μέσα μας, τους φόβους, τις ενοχές μας, τις ελπίδες μας, τις φρούδες πολλές φορές ελπίδες μας, τις ψυχολογικές μας διακυμάνσεις. Μιλά με άλλα λόγια για την ουσία αυτής καθεαυτής της ύπαρξής μας.
Αμιγώς δημιούργημα της ελληνικής ιδιοφυΐας και καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας των προγόνων μας κατάφερε να σταθεί μέσα στο χρόνο όχι μόνο ως ένα βραχύβιο εφεύρημα που εξυπηρετούσε ορισμένες ανάγκες έκφρασης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά ως μια διαχρονική αξία. Μια αξία η οποία είχε θέσει εξαρχής τον πήχη ψηλά μιλώντας για «κάθαρση των τοιούτων παθημάτων», όπως ο Αριστοτέλης ορίζει την τραγωδία στην Ποιητική του. Μιλά ακόμα για τέχνη σπουδαία και τελεία και τοποθετώντας τους δύο αυτούς επιθετικούς προσδιορισμούς, ανάγει το θέατρο στη σφαίρα του υπέρτατου. Δεν πιστεύω σήμερα να υπάρχει παγκοσμίως μελετητής που να μην υποκλίνεται μπροστά στο θαύμα που λέγεται αρχαίο ελληνικό θέατρο. Και με αυτό εννοώ, όχι μόνο το δραματουργικό μέρος αλλά και το ίδιο το θεατρικό οικοδόμημα, μια σύλληψη τέλεια αισθητικά, ακουστικά, οπτικά, κάτι το ασύλληπτο όχι μόνο για τα τότε, αλλά και για τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα. Τα θέατρα ως κτίρια έρχονταν σε πλήρη αρμονία με το δραματικό λόγο, ένα απόλυτο συνταίριασμα. Ήταν και είναι μάρτυρες ενός καλλιτεχνικού κολοφώνα και ενός σιωπηρού νεύματος στην σύγχρονη ακαλαίσθητη - πολλές φορές δυστυχώς - καλλιτεχνική πραγματικότητα.
Αν συμβεί ποτέ οι τεχνικοί να ανακαλύψουν μια μηχανή του χρόνου ικανή να διασχίσει την ιστορία και να μας μεταφέρει στο παρελθόν, δεν νομίζω να υπήρχε ελκυστικότερος προορισμός από μια θεατρική παράσταση στην Αθήνα του 5ου π. Χ. αιώνα, εκεί όπου για πρώτη φορά αναπαραστάθηκαν όλες οι σήμερα σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες. Γνωρίζω βέβαια καλά, ότι κάτι τέτοιο είναι ένας ευσεβής πόθος, αλλά κανείς δε μπορεί να στερήσει σε κανένα το δικαίωμα στο όνειρο. Αυτό άλλωστε δεν κάνει και το ίδιο το θέατρο;
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο είχε και έχει μια εσωτερικότητα, γι' αυτό όχι μόνο προσπέλασε το σκόπελο του χρόνου και παρέμεινε διαχρονικό, αλλά και υπήρξε το αρχέτυπο για τη δημιουργία όλων των υπόλοιπων θεατρικών ειδών. Η Δύση επιχειρώντας να βγει από ένα ζοφερό Μεσαίωνα ανακάλυψε ξανά το θέατρο μέσω του Αριστοτέλη. Ο 17ος αιώνας δημιούργησε το ευρωπαϊκό θέατρο, μελετώντας αρχαίους Έλληνες δραματουργούς και ελληνική μυθολογία. Και η υποδουλωμένη Ελλάδα όμως του 18ου αιώνα, γυρεύοντας παιδεία για να αποτινάξει το ζυγό, στρέφεται στο θέατρο αρχικά ως παιδευτικό μέσο και κατά δεύτερο ως μέσου καλλιτεχνικής έκφρασης.
Ερχόμαστε λοιπόν στο σήμερα. Σήμερα, που η ζωή έχει φρενήρεις ρυθμούς και η τεχνολογία κυριολεκτικά καλπάζει. Πόσο αναγκαίο είναι άραγε το θέατρο μέσα σε ένα τεχνολογικά οργιάζον παρόν; Βλέποντας τους ανθρώπους να απομονώνονται ολοένα και περισσότερο σε ένα κόσμο που δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να υπογραμμίζει το πόσο επικοινωνιακός είναι, σε ένα κόσμο γεμάτο από κινητή τηλεφωνία, διαδίκτυο και τηλεόραση, τί είναι τελικά, αυτό που κάνει το θέατρο να παραμένει ζωντανό και αγαπητό στο ευρύ κοινό;
Πολλά έχουν ειπωθεί επί του θέματος και δεν είναι σκόπιμο να επαναλάβω για άλλη μια φορά χιλιοειπωμένες θέσεις. Το βρίσκω ανώφελο.. Αυτό που πιστεύω είναι ότι σήμερα, ίσως μάλιστα όσο ποτέ άλλοτε, ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να ανακαλύψει την προσωπική του αλήθεια μέσα από το «ψέμα » του θεάτρου. Σήμερα, που οι άνθρωποι φορούν πολλαπλές μάσκες στην καθημερινότητά τους, ψεύδονται κατά συρροή όχι τόσο στους τρίτους όσο στον ίδιο τους τον εαυτό, σήμερα το θέατρο έρχεται να σηκώσει τον αλλοτριωμένο άνθρωπο από κάτω και να του πει « Δες τον εαυτό σου μέσα μου, δες το είδωλό σου στον καθρέφτη μου, κοίτα κατάματα το είναι σου και ξαναβρές το νόημα της ζωής. Η αλήθεια μου είναι και δικιά σου».
Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα έχει ανάγκη τόσο να εκφραστεί μέσα από μια υψηλή τέχνη όπως το θέατρο, μια τέχνη καθαρά ανθρωποκεντρική, μια τέχνη μη αναλώσιμη όπως τα περισσότερα πράγματα σήμερα. Μια τέχνη με ομορφιά και βάθος.
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, που το θέατρο, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε αιώνες μακριά από την γέννησή του, εξακολουθεί να συναρπάζει, να επιζητείται από το σύγχρονο άνθρωπο, να παραμένει μια από τις ωραιότερες και ουσιαστικότερες μορφές έκφρασης.
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να αναφερθώ εν συντομία και στην εμπειρία μου ως εκπαιδευτικός θεατρολογίας που είμαι, υπηρετώντας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Μέσα από την καθημερινή τριβή, με την επαφή μου με τα παιδιά, έχω αποσαφηνίσει μέσα μου πάρα πολλά, όσον αφορά το παιδί και τη σχέση του με τη θεατρική έκφραση. Το παιδί αγαπάει το θέατρο. Και το αγαπάει με πάθος. Θέλει όχι μόνο να είναι θεατής, αλλά και να συμμετέχει ενεργά και το ίδιο. Για το παιδί η σκηνή είναι ένας κόσμος μαγικός, ένα σεντούκι με αμέτρητους θησαυρούς, μια ατελείωτη περιπέτεια σε ένα κόσμο γεμάτο όνειρα και φαντασία. Όπως λέει και ένα παιδικό τραγούδι, « Το θέατρο είναι μαγικό, σε κάνει ρήγα ή φτωχό». Μέσω λοιπόν του θεατρικού παιχνιδιού στο σχολείο, ανακάλυψα ότι οι μαθητές ενθουσιάζονται με τον αυτοσχεδιασμό, τη μίμηση, την αναπαράσταση, αν και δεν υπάρχει στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο η ανάλογη υποδομή για μια ολοκληρωμένη θεατρική διδασκαλία. Ακόμη και κάτω από κάποιες αντίξοες συνθήκες, οι μαθητές στην πλειονότητά τους ανταποκρίνονται θετικά και παρέχουν τα εχέγγυα, ότι υπάρχει θεατρικό μέλλον για την Ελλάδα. Υπάρχει θα έλεγα ακόμη η ελπίδα, ότι ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να εκφραστεί, έχει την ανάγκη να δημιουργήσει μέσα από τη μίμηση, μέσα από τη δραματική τέχνη.
Στη συνέχεια, θα αναφερθώ σε μια ακόμη μορφή τέχνης, σε αυτό που αποκαλούμε έβδομη τέχνη, στον κινηματογράφο δηλαδή. Εκεί που το Θέατρο σταματά λόγω του εφήμερου του χαρακτήρα του, καθώς αποτελεί μια στιγμιαία πράξη του παρόντος, μοναδική και ανεπανάληπτη, εκεί εμφανίζεται η τέχνη του κινηματογράφου. Ενώ το θέατρο όσες φορές και αν επαναληφθεί το έργο επί σκηνής, με την ίδια σκηνοθεσία, τους ίδιους ηθοποιούς, πάνω στην ίδια σκηνή ποτέ δεν θα έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα, στον κινηματογράφο μπορούμε να έχουμε άπειρες επαναλήψεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η εκ φύσεως «διαχρονικότητα» λοιπόν της έβδομης τέχνης είναι ένα στοιχείο που απουσιάζει από την σκηνική πράξη. Εν τούτοις αυτό που ενώνει τις δύο τέχνες και τις κάνει να ομοιάζουν με δυο ομόκεντρους κύκλους, είναι ότι έχουν κοινό κέντρο την υποκριτική τέχνη και τη μιμητική αναπαράσταση μιας πράξης.
Αρχής γενομένης του 20ου αιώνα ο κινηματογράφος βουβός αρχικά, με μεγάλους πρωταγωνιστές όπως οι κωμικοί Τσάρλι Τσάπλιν και Μπάστερ Κήτον και ομιλών στη συνέχεια, έδωσε μια νέα ώθηση στην υποκριτική τέχνη. Έφερε έναν αέρα ανανέωσης, καθώς τα κοντινά πλάνα, οι λήψεις με την κάμερα προϋπέθεταν νέες υποκριτικές μεθόδους, οι οποίες σταδιακά αποσχίστηκαν από το στυλιζαρισμένο παίξιμο της σκηνής. Οι σκηνοθέτες έχοντας τη δύναμη του φακού στα χέρια τους αναδεικνύουν νέες πτυχές της δραματικής τέχνης, ενισχύοντας ταυτόχρονα και το δικό τους ρόλο ως ενορχηστρωτές της εκάστοτε ταινίας.
Με τον κινηματογράφο, η σκηνοθετική φαντασία αποκτά αυτό που το θέατρο τής στερούσε κατά κάποιο τρόπο. Την αχαλίνωτη δημιουργία, με άπειρες δυνατότητες για πειραματισμούς. Η φαντασία δεν γνωρίζει όρια στο σινεμά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μεγάλοι Γάλλοι σουρεαλιστές του 20ού αιώνα οι οποίοι χρησιμοποιούν εκτός από τη ζωγραφική και το σινεμά, για να εκφράσουν και επί οθόνης το δόγμα του νέου κινήματος του υπερρεαλισμού.
Σήμερα μετά από μια λαμπρή πορεία σπουδαίων ηθοποιών και σκηνοθετών στη μεγάλη οθόνη, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ο κινηματογράφος είναι πράγματι η έβδομη τέχνη, η τέχνη της κάμερας και του φιλμ, το παιδί του 20ού αιώνα και ο ενήλικας πλέον του 21ού.
Κάνοντας,
λοιπόν, έναν απολογισμό σήμερα για την
προσφορά τόσο του θεάτρου όσο και του
κινηματογράφου στην Τέχνη, αυτό που
μένει ως αίσθηση είναι πως όσο οι άνθρωποι
συνεχίζουν να ονειρεύονται, θα υπάρχουν
αυτές οι δύο τέχνες για να βάφουν με το
χρώμα του ονείρου το γκρίζο της ζωής
μας. Να μάς ταξιδεύουν έστω και για λίγο
στους δρόμους της Μονμάρτης παρέα με
τους Μποέμ, να μας κάνουν να κλαίμε για
ένα Ρωμαίο και μια Ιουλιέτα, να μάς
πηγαίνουν ως τα αστέρια με κάποιο μικρό
Πρίγκιπα.
* H Δήμητρα Σαντά είναι Θεατρολόγος - Εκπαιδευτικός.