Music

Γκρέτα Χριστοφιλοπούλου: "Η τέχνη είναι τρόπος να θυμόμαστε πως υπάρχουμε"

2025-11-11

Η δημιουργός Γκρέτα Χριστοφιλοπούλου μιλά στο Culture Magazine για τη διαδικασία της έμπνευσης, τη σχέση της τέχνης με τη ζωή και τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο φως και τη σιωπή.

Η Γκρέτα Χριστοφιλοπούλου, σε μια χαρακτηριστική στιγμή αυθεντικότητας και ζεστασιάς.

Επιμέλεια:

Βασιλική Β. Παππά

vas_nikpap@yahoo.gr


Εισαγωγή:

Με λόγο εσωτερικό και αληθινό, η Γκρέτα Χριστοφιλοπούλου μας προσκαλεί σε μια ήσυχη αλλά βαθιά συζήτηση για τη δημιουργία. Ανάμεσα σε εικόνες, συναίσθημα και στοχασμό, η συνέντευξή της είναι μια κατάθεση ψυχής για την τέχνη που γεννιέται από τη ζωή και επιστρέφει σε αυτήν.

🗣️ Η συνέντευξη

Β.Π.: Ποιο ήταν το πρώτο άρθρο ή project που σε έκανε να νιώσεις ότι ακολουθείς πραγματικά το πάθος σουγια τη δημοσιογραφία;

Γ.Χ.: Στη δημοσιογραφία βρέθηκα εντελώς τυχαία. Αρχικά την αντιμετώπισα ως κάτι προσωρινό, ένα στάδιο μέχρι να βρω μια μόνιμη δουλειά στη ναυτιλία, που είχα σπουδάσει και για την οποία πίστευα ότι ήταν ο προορισμός μου. Ξεκίνησα με τη σκέψη ότι θα ήταν μια ευκαιρία για να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου, να βγάλω κάποια χρήματα και να αποκτήσω εμπειρία, χωρίς να φαντάζομαι πως θα εξελιχθεί.

Γρήγορα διαπίστωσα ότι η δημοσιογραφία είχε κάτι μαγικό και συναρπαστικό. Η αίσθηση ότι βρίσκεσαι στο επίκεντρο των γεγονότων, η πρόκληση να ανακαλύπτεις λεπτομέρειες που συχνά διαφεύγουν, η δυνατότητα να μετατρέπεις την πληροφορία σε αφήγηση που έχει νόημα για τους ανθρώπους. Δεν ήταν ένα συγκεκριμένο άρθρο ή project που με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο πολύ με γοήτευε. Ήταν η συνολική διαδικασία, οι συνεχείς ανακαλύψεις, οι μικρές και μεγάλες στιγμές της έρευνας που με συνεπήραν. Κάθε συνέντευξη, κάθε ταξίδι, κάθε ιστορία που ξετύλιγα μπροστά στα μάτια μου, με έκανε να νιώθω ότι αυτό ήταν κάτι που με καθόριζε και με γέμιζε ταυτόχρονα.

Σταδιακά, αυτό το «προσωρινό διάλειμμα» μεταμορφώθηκε σε σχέση ζωής. Η δημοσιογραφία έγινε η σταθερά μου, η πρόκλησή μου, αλλά και η ευχαρίστησή μου. Κάθε μέρα ήταν μια ευκαιρία να μαθαίνω, να ανακαλύπτω και να καταγράφω τον κόσμο γύρω μου, και ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να την εγκαταλείψω, ακόμα και όταν άλλες επαγγελματικές προοπτικές φαινόταν πιο ασφαλείς ή πιο «σταθερές». Σήμερα, κοιτάζοντας πίσω, καταλαβαίνω ότι αυτό το τυχαίο ξεκίνημα δεν ήταν καθόλου τυχαίο· ήταν η αρχή μιας πορείας που όχι μόνο με καθόρισε επαγγελματικά, αλλά και διαμόρφωσε μεγάλο μέρος της προσωπικότητάς μου

Β.Π.: Υπάρχει κάποια στιγμή στη δημοσιογραφική σου πορεία που σε σημάδεψε και σεάλλαξε ως επαγγελματία;

Γ.Χ.: Ναι, υπάρχει μια στιγμή που με σημάδεψε βαθιά, όχι μόνο ως επαγγελματία αλλά και ως άνθρωπο. Ήταν η νύχτα που ναυάγησε το Εξπρές Σαμίνα. Είχα μόλις πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο, μετά από τρίμηνη νοσηλεία στην Εντατική. Το σώμα μου ήταν εξαντλημένο, περπατούσα με πατερίτσες και κάθε βήμα πονούσα, κι όμως, όταν ήρθε η είδηση του ναυαγίου, δεν μπόρεσα να μείνω αμέτοχη. Ήξερα πως εκείνη τη στιγμή, η παρουσία μου ως δημοσιογράφου δεν ήταν απλώς καθήκον, ήταν κάτι πολύ βαθύτερο, ήταν ανάγκη. Πήγα στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας υποβασταζόμενη, με τη βοήθεια συναδέλφων. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ατμόσφαιρα εκείνης της νύχτας, την αγωνία, τις κραυγές απόγνωσης, τη σιωπή που ακολουθούσε, τους ανθρώπους που είχαν χάσει τους δικούς τους και όμως προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους άλλους. Εκεί, μέσα στο χάος και την οδύνη, κατάλαβα τι σημαίνει πραγματικά να είσαι δημοσιογράφος. Δεν είναι οι τίτλοι, ούτε τα μικρόφωνα, ούτε τα φώτα, είναι το να σταθείς δίπλα στον άνθρωπο, ακόμη κι όταν εσύ ο ίδιος δεν στέκεσαι καλά στα πόδια σου, να ακούσεις, να καταγράψεις, να δώσεις φωνή σ' εκείνους που τη χάνουν μέσα στον φόβο και την απώλεια.

Εκείνη η νύχτα με άλλαξε. Με έκανε να δω τη δημοσιογραφία όχι ως επάγγελμα, αλλά ως τρόπο ύπαρξης. Έμαθα πως το ρεπορτάζ δεν είναι απλώς μια καταγραφή γεγονότων, αλλά μια πράξη συμμετοχής στη ζωή, με όλο τον πόνο και την ευθύνη που αυτό συνεπάγεται. Κι ίσως, τελικά, εκείνο το ρεπορτάζ να ήταν το πρώτο που δεν έκανα μόνο με το μυαλό μου, αλλά με ολόκληρη την ψυχή μου. Από τότε έμαθα πως η δύναμη του ανθρώπου δεν βρίσκεται στο να μη λυγίζει, αλλά στο να συνεχίζει να σηκώνεται, να προχωρά ακόμη κι όταν όλα γύρω του μοιάζουν αδύνατα, κι αυτή είναι, νομίζω, και η ουσία της δημοσιογραφίας, να βρίσκεις το κουράγιο να σταθείς απέναντι στην πραγματικότητα, όσο σκληρή κι αν είναι, και να τη φωτίζεις με αλήθεια και ανθρωπιά. Γιατί, στο τέλος, δεν είναι η είδηση που μένει, αλλά ο τρόπος που την πλησίασες, με ψυχή, με πίστη και με σεβασμό στη ζωή.

Β.Π.: Πώς συνδέεις τη δημοσιογραφία με τον πολιτισμό και τη λογοτεχνία στη δουλειά σου;

Γ.Χ.: Ως δημοσιογράφος και συγγραφέας, η επαγγελματική μου πορεία κινείται σε δύο παράλληλους αλλά αλληλοσυμπληρούμενους κόσμους. Στη δημοσιογραφία, η δουλειά μου βασίζεται στην έρευνα, την ακρίβεια και την τεκμηριωμένη παρουσίαση των γεγονότων. Κάθε άρθρο ή ρεπορτάζ είναι αποτέλεσμα συλλογής και επεξεργασίας αξιόπιστων στοιχείων, ανάλυσης δεδομένων και διασταύρωσης πληροφοριών, με στόχο να προσφέρει στον αναγνώστη μια σαφή, ολοκληρωμένη και υπεύθυνη εικόνα της πραγματικότητας. Η προσήλωση στην ακρίβεια και στους αριθμούς δεν είναι μόνο επαγγελματική υποχρέωση. Αποτελεί τη βάση της αξιοπιστίας μου ως δημοσιογράφου.

Παράλληλα, η συγγραφική μου δραστηριότητα φέρνει στο έργο μου μια διαφορετική διάσταση: αυτή της λογοτεχνίας και του πολιτισμού. Η συγγραφή με διδάσκει να προσέχω τη γλώσσα, τον ρυθμό, την αφήγηση, αλλά και τη σημασία των λεπτομερειών που δίνουν χαρακτήρα και βάθος σε μια ιστορία. Μέσα από αυτή την προσέγγιση, ακόμα και τα πιο σύνθετα ή τεχνικά θέματα αποκτούν μια διάσταση που μπορεί να συγκινήσει ή να προκαλέσει σκέψη, χωρίς να θυσιάζεται η αντικειμενικότητα ή η ακρίβεια.

Για μένα, η δημοσιογραφία και η συγγραφή δεν έρχονται σε σύγκρουση. Αντιθέτως αλληλοενισχύονται. Η αυστηρή τεκμηρίωση της είδησης δίνει αξιοπιστία και δύναμη στη γραφή, ενώ η λογοτεχνική και πολιτισμική διάσταση προσδίδει στα άρθρα έναν χαρακτήρα πιο ανθρώπινο, πιο ολοκληρωμένο και πιο προσεγμένο αισθητικά. Είναι ένα ισορροπημένο παιχνίδι ανάμεσα στη γνώση και την έκφραση, ανάμεσα στην ακρίβεια και την τέχνη, που καθιστά τη δουλειά μου πλήρη και πολυδιάστατη

Ένα πορτρέτο της Γκρέτας που αποπνέει αυθεντικότητα και εσωτερική δύναμη.

Β.Π.: Αν έπρεπε να επιλέξεις ένα έργο σου (άρθρο ή βιβλίο) που αντιπροσωπεύει περισσότερο την προσωπικότητά σου, ποιο θα ήταν και γιατί;

Γ.Χ.: Είναι δύσκολο να επιλέξω ένα μόνο έργο που να με αντιπροσωπεύει απόλυτα, γιατί κάθε βιβλίο μου αποτυπώνει διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς μου και σχηματίζουν μαζί τον καθρέφτη μου. Στο Παλίμψηστο του Αρχιμήδη, με γοήτευσε η έρευνα και η ανακάλυψη των λεπτομερειών. Το έργο αποκαλύπτει την ιστορία ενός χειρόγραφου που έχει διαγραφεί και ξαναγραφεί, με κρυφά μηνύματα και γνώση που αντέχει στον χρόνο. Η διαδικασία της έρευνας, της αποκάλυψης και της ανασύνθεσης του παρελθόντος ήταν για μένα μια εμπειρία συναρπαστική και καθοριστική. Στις Εφαπτόμενες Ζωές, με ενθουσίασε η ιστορική αναδρομή και η σύνδεση μιας οικογένειας με τις γενιές και τα γεγονότα, από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Η αφήγηση ταξιδεύει μέσα στον χρόνο και στους τόπους, αποτυπώνοντας τις ζωές που αγγίζονται και αλληλεπιδρούν, δημιουργώντας ένα πλούσιο μωσαϊκό εμπειριών και συναισθημάτων. Στα Κάνιστρα με τα Καλοκαίρια, η συγκίνηση και το άρωμα των προηγούμενων δεκαετιών κυριαρχούν. Το έργο ζωντανεύει εικόνες από καλοκαίρια, ανθρώπινες σχέσεις και αναμνήσεις, προσφέροντας μια νοσταλγική αλλά και πολύ ζωντανή ματιά στον χρόνο που πέρασε και στις συνδέσεις που αφήνει πίσω του.

Κοιτώντας πίσω, βλέπω την αγάπη για την έρευνα και την ανακάλυψη, την ευαισθησία στην αφήγηση και η σύνδεση με το παρελθόν και την ιστορία, αλλά και η χαρά της ανάμνησης και της ανθρώπινης εμπειρίας. Κάθε βιβλίο φωτίζει μια διαφορετική πλευρά μου, και μαζί σχηματίζουν μια ολότητα που αντικατοπτρίζει το πώς βλέπω και βιώνω τον κόσμο.

Β.Π.: Ποιοι συγγραφείς ή καλλιτέχνες σε έχουν εμπνεύσει και πώς;

Γ.Χ.: Είναι δύσκολο, σχεδόν άδικο, να επιλέξει κανείς λίγους συγγραφείς ή καλλιτέχνες που τον έχουν εμπνεύσει, γιατί η σχέση μας με τη λογοτεχνία και την τέχνη είναι ζωντανή, μεταβαλλόμενη, όπως η ίδια η ζωή. Ο άνθρωπος δεν είναι στατικό ον· εξελίσσεται, απορρίπτει, ανακαλύπτει, ξαναβλέπει με νέο βλέμμα όσα κάποτε θεωρούσε δεδομένα. Έτσι και η έμπνευση, δεν έρχεται από έναν μόνο δημιουργό, αλλά από τη διαδρομή που διανύεις μέσα στους κόσμους των άλλων.

Από τα έγκυρα βιβλία Ιστορίας έμαθα την αξία της τεκμηρίωσης και της προοπτικής του χρόνου. Να βλέπω τα γεγονότα όχι ως απομονωμένες στιγμές, αλλά ως κρίκους μιας μεγάλης αλυσίδας που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Από τον Όμηρο, όμως, έμαθα ότι η ανθρώπινη περιπέτεια είναι διαχρονική, ότι η ανάγκη για επιστροφή στην Ιθάκη, κυριολεκτική ή εσωτερική, παραμένει η πιο βαθιά μας αναζήτηση. Ο Όμηρος με δίδαξε ότι ο μύθος δεν είναι ψέμα, αλλά ο πιο αληθινός τρόπος να μιλήσεις για το ανθρώπινο πεπρωμένο.

Από τους ποιητές μας, ο Καβάφης με συγκινεί με τη διαύγεια και την ειρωνεία του, με τη νηφαλιότητα της αποδοχής. Για εκείνο το βλέμμα που κοιτά τον χρόνο χωρίς να φοβάται τη φθορά του. Ο Ελύτης, αντίθετα, είναι το φως. Το φως της Ελλάδας, το ηθικό και αισθητικό φως που δεν είναι μόνο χρώμα αλλά τρόπος να βλέπεις τον κόσμο και να αντιστέκεσαι στο σκοτάδι με τη δύναμη της ποίησης. Από τον Μένη Κουμανταρέα αγάπησα την ατμόσφαιρα της πόλης, τη λεπτή παρατήρηση της καθημερινότητας, την ανθρωπιά πίσω από τις σιωπές των προσώπων.
Ο Κώστας Ταχτσής με γοήτευσε με το θάρρος του, με εκείνη τη φωνή που τολμά να σπάσει τα στερεότυπα και να αποκαλύψει τον άνθρωπο χωρίς κοινωνικές μάσκες. Ο Παύλος Μάτεσις, με τη γλώσσα του που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ποιητικό, με δίδαξε πόσο λεπτή είναι η γραμμή που χωρίζει τη σάτιρα από τη βαθιά συγκίνηση. Η Ζυράνα Ζατέλη με μάγεψε με τη μεταφυσική της ατμόσφαιρα· εκεί όπου το πραγματικό συναντά το ονειρικό και η αφήγηση αποκτά σχεδόν μυθική διάσταση. Η Ιωάννα Καρυστιάνη, πάλι, με συγκίνησε με την αλήθεια της γλώσσας της, με τον τρόπο που μιλά για την αγάπη, τη μνήμη, τη σιωπή των ανθρώπων — πάντα με ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα και δύναμη. Από τους ξένους συγγραφείς, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με μύησε στη μαγεία του ρεαλισμού· στο πώς το θαύμα μπορεί να κατοικεί στην καθημερινότητα, αρκεί να κοιτάξεις με τη σωστή ματιά. Ο Τζέιμς Τζόυς μου δίδαξε ότι η γλώσσα είναι ένα απέραντο σύμπαν και πως η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει σαν ένας εσωτερικός χάρτης της ανθρώπινης συνείδησης. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ με δίδαξε την αξία της απλότητας, της λιτής γραφής που μέσα στην φαινομενική της ψυχρότητα κρύβει έναν ωκεανό συναισθημάτων. Και ο Γκιγιόμ Μισό, με τη σύγχρονη, πιο ρομαντική του προσέγγιση, με έκανε να σκεφτώ τη λογοτεχνία ως χώρο όπου το μυστήριο και το συναίσθημα μπορούν ακόμη να συνομιλούν με την πραγματικότητα.

Όσο για την τέχνη, εκεί τα πράγματα αγγίζουν σχεδόν το ιερό. Έχω ένα διαχρονικό πάθος για τα αρχαία τεχνουργήματα, από την εποχή της προϊστορίας μέχρι σήμερα. Κάθε αγγείο, κάθε μαρμάρινο ανάγλυφο, κάθε ίχνος ανθρώπινου χεριού πάνω στην ύλη, κουβαλά μέσα του την πρώτη απόπειρα του ανθρώπου να νικήσει τον χρόνο. Στην αρχαία τέχνη βλέπω την αφετηρία όλων των μεταγενέστερων εκφράσεων· τη στιγμή που η ύλη αποκτά ψυχή. Και ύστερα, έρχεται ο Καραβάτζο, ένας καλλιτέχνης που δεν μπορείς να τον δεις χωρίς να συγκλονιστείς. Η ένταση του φωτός και του σκότους στο έργο του είναι για μένα σύμβολο της ίδιας της ανθρώπινης φύσης· της διαρκούς πάλης ανάμεσα στο θεϊκό και το ανθρώπινο, στο πνεύμα και το σώμα. Ο Καραβάτζο με δίδαξε πως η αλήθεια της τέχνης δεν είναι απαραίτητα όμορφη είναι, όμως, πάντα αληθινή.

Φυσικά, η τέχνη δεν σταματά ποτέ να εξελίσσεται, κι εγώ παρακολουθώ με ενδιαφέρον όλες τις σύγχρονες τάσεις. Όμως, όσο κι αν θαυμάζω την τεχνική ή την πρωτοπορία, αυτό που με συγκινεί πραγματικά είναι η αυθεντικότητα· η στιγμή που νιώθεις ότι ένας δημιουργός, είτε ζει το 8.000 π.Χ. είτε το 2025, αγγίζει κάτι βαθιά ανθρώπινο κοινό σε όλους μας. Η έμπνευση, τελικά, δεν είναι μια σταθερή κατάσταση, είναι ένας ατέρμονος διάλογος με τον χρόνο, με τα κείμενα, με τα έργα και με τον εαυτό μας. Κάθε συγγραφέας, κάθε καλλιτέχνης που αγάπησα, μου άφησε κάτι: έναν τρόπο να βλέπω, να αισθάνομαι, να σκέφτομαι. Και κάθε φορά που επιστρέφω σ' αυτούς, είναι σαν να συναντώ ξανά μια πλευρά του εαυτού μου που δεν γνώριζα ακόμη. Όλα αυτά τα αναγνώσματα, οι καλλιτεχνικές μορφές, οι ήρωες, οι σιωπές και τα φώτα τους, έγιναν με τα χρόνια ο προσωπικός μου εσωτερικός χάρτης. Μέσα από τη δημοσιογραφία προσπαθώ να τον μοιραστώ, να φωτίσω μικρές ψηφίδες πολιτισμού που συνθέτουν το ευρύτερο ανθρώπινο μωσαϊκό. Η τέχνη και ο λόγος δεν είναι για μένα ξεχωριστοί κόσμοι, αλλά συγκοινωνούντα δοχεία. Ο ένας τροφοδοτεί και εμπλουτίζει τον άλλον. Κάθε φορά που γράφω ένα κείμενο ή συνομιλώ με έναν καλλιτέχνη, αισθάνομαι πως συνεχίζω έναν διάλογο που ξεκίνησε πριν χιλιάδες χρόνια — από τα ομηρικά έπη μέχρι τον Καβάφη, από τα αρχαία αγάλματα μέχρι τον Καραβάτζο. Κι ίσως αυτό είναι το πιο όμορφο πράγμα στη δουλειά μου, ότι μέσα από τις λέξεις και την τέχνη μπορούμε, έστω για λίγο, να αγγίξουμε το άχρονο και να το μεταφέρουμε στο σήμερα.»

Η Γκρέτα Χριστοφιλοπούλου, με τη σοβαρότητα και την ακρίβεια που χαρακτηρίζει τη ματιά της στην τέχνη. 

Β.Π.: Τι πιστεύεις ότι λείπει σήμερα από τον χώρο της δημοσιογραφίας και του πολιτισμού στην Ελλάδα;

Γ.Χ.: Αυτό που θεωρώ ότι λείπει σήμερα από τη δημοσιογραφία και τον χώρο του πολιτισμού στην Ελλάδα είναι, πάνω απ' όλα, η αίσθηση του βάθους. Εκείνη η εσωτερική ανάγκη να πάμε πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων, να δούμε πίσω από την εικόνα, να αναζητήσουμε την ουσία. Ζούμε σε μια εποχή όπου η πληροφορία ρέει με απίστευτη ταχύτητα, αλλά η κατανόηση σπανίζει. Όπου τα μέσα πολλαπλασιάζονται, αλλά η φωνή της σκέψης αδυνατίζει. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η δημοσιογραφία συχνά χάνει τον ανθρωποκεντρικό της προσανατολισμό και τη σύνδεση της με το σύγχρονο γίγνεσθαι πέρα από τη μιζέρια και την εγκληματικότητα που έχουν τον πρώτο λόγο στις ειδήσεις. Λείπει η φλόγα της αποστολής, η επίμονη αναζήτηση της αλήθειας που δεν εξυπηρετεί κανένα συμφέρον, η ματιά που δεν βιάζεται, που παρατηρεί, που αφουγκράζεται. Ο δημοσιογράφος σήμερα πιέζεται να είναι γρήγορος, όχι απαραίτητα ουσιαστικός. Να είναι «παρών» στα γεγονότα, χωρίς να αναζητά το βαθύτερο στο νόημά τους.

Έχουμε ανάγκη από φωνές που να ξαναδώσουν στη δημοσιογραφία το ήθος της. Από ανθρώπους που να υπηρετούν το κοινό, όχι τις εντυπώσεις. Που να τολμούν να γράφουν με ευθύνη, με ενσυναίσθηση, με σεβασμό στον αναγνώστη και στους ανθρώπους για τους οποίους γράφουν. Γιατί στο τέλος, η δημοσιογραφία είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας, κι αν ο καθρέφτης θολώσει, θολώνει κι η συλλογική μας αυτογνωσία.

Όσον αφορά τον χώρο του πολιτισμού, νιώθω ότι αυτό που λείπει δεν είναι το ταλέντο, γιατί ταλαντούχοι άνθρωποι υπάρχουν και είναι πολλοί. Λείπει η συνέχεια, η παιδεία και η πίστη στο βάθος του πολιτισμού ως θεμελίου της ταυτότητάς μας. Συχνά αντιμετωπίζουμε τον πολιτισμό σαν κάτι «πρόσθετο», σαν ένα στολίδι της κοινωνικής ζωής, κι όχι σαν την ίδια της την ψυχή.
Ο πολιτισμός, όμως, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά τρόπος ύπαρξης. Είναι η γλώσσα με την οποία επικοινωνεί μια κοινωνία με τον εαυτό της και με τον κόσμο. Βλέπουμε όμως την τέχνη να εγκλωβίζεται συχνά σε επικοινωνιακούς όρους, να μετριέται με αριθμούς, likes και θεάματα, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι σιωπή, στοχασμός, χρόνος και βάθος. Λείπει ο ζωντανός διάλογος με το παρελθόν. Από την αρχαία Ελλάδα μάθαμε ότι ο πολιτισμός δεν είναι μόνο δημιουργία αλλά και παιδεία, δηλαδή τρόπος να διαμορφώνεις ανθρώπους και κοινωνίες. Αν κάτι έχουμε χάσει σήμερα, είναι αυτή η ενότητα του λόγου και του ήθους, του κάλλους και της αλήθειας.

Και στις δύο περιπτώσεις, τη δημοσιογραφία και τον πολιτισμό, λείπει η συνείδηση του ρόλου. Το αίσθημα ότι υπηρετούμε κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Ότι ο λόγος, η εικόνα, η τέχνη, δεν υπάρχουν για να μας προβάλουν, αλλά για να φωτίσουν τον κόσμο λίγο περισσότερο.
Η δημοσιογραφία χωρίς ήθος γίνεται θόρυβος. Ο πολιτισμός χωρίς ψυχή γίνεται διακόσμηση.
Αυτό που χρειάζεται η εποχή μας είναι άνθρωποι που να τολμούν να συνδέουν τα δύο. Τον λόγο και την τέχνη, την αλήθεια και την ομορφιά, τη γνώση και την ευαισθησία.

Β.Π.: Ποιο μήνυμα θα ήθελες να περάσειςστους νέους που ξεκινούν τώρα στη δημοσιογραφία ή στην πολιτιστική δημιουργία;

Γ.Χ.: Αν μπορούσα να μεταφέρω ένα μήνυμα στους νέους ανθρώπους που κάνουν τώρα τα πρώτα τους βήματα στη δημοσιογραφία, θα τους έλεγα πρώτα απ' όλα να αγαπήσουν την αλήθεια — όχι ως μια ψυχρή πληροφορία, αλλά ως έναν ζωντανό οργανισμό που αναπνέει μέσα στην κοινωνία.
Η δημοσιογραφία δεν είναι απλώς επάγγελμα· είναι στάση ζωής. Είναι η καθημερινή άσκηση της παρατήρησης, της αμφισβήτησης, της ευθύνης απέναντι στον λόγο και στους ανθρώπους. Σε μια εποχή όπου η ταχύτητα έχει γίνει αυτοσκοπός και η εικόνα κυριαρχεί πάνω στην ουσία, ο νέος δημοσιογράφος καλείται να γίνει φάρος σταθερότητας και κριτικής σκέψης. Να ψάχνει πίσω από τις λέξεις, να ακούει πίσω από τον θόρυβο, να θυμάται ότι η δύναμη του λόγου είναι ταυτόχρονα ευλογία και ευθύνη. Να κρατήσει μέσα του τη φλόγα του ρεπορτάζ ως αναζήτηση της ανθρώπινης ιστορίας, εκεί όπου η επικαιρότητα συναντά το βίωμα και η είδηση μεταμορφώνεται σε μαρτυρία εποχής.

Όσο για τους νέους ανθρώπους που επιλέγουν τον δρόμο του πολιτισμού, της τέχνης, της γραφής, της μουσικής, της ζωγραφικής, θα τους έλεγα να μη φοβηθούν τη σιωπή και τη μοναξιά που πολλές φορές συνοδεύει τη δημιουργία. Από εκεί γεννιούνται οι πιο αληθινές μορφές ομορφιάς.
Ο πολιτισμός δεν είναι κάτι αποστειρωμένο, ούτε μια πολυτέλεια για λίγους· είναι η γλώσσα με την οποία επικοινωνεί μια κοινωνία με την ψυχή της. Όποιος δημιουργεί, συνεχίζει έναν διάλογο που ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα ανάμεσα στον άνθρωπο και το αιώνιο ερώτημα του «ποιοι είμαστε». Η τέχνη έχει τη δύναμη να γιατρεύει, να αφυπνίζει, να ενώνει. Και αυτός που τη φέρει στον κόσμο πρέπει να το κάνει με σεβασμό, ειλικρίνεια και πάθος.

Είτε λοιπόν κρατάς ένα μικρόφωνο είτε ένα πινέλο, το ουσιαστικό είναι να υπηρετείς κάτι μεγαλύτερο από εσένα: την ανάγκη του ανθρώπου να βρει νόημα, φως και αλήθεια.
Αυτό είναι, ίσως, το πιο όμορφο και το πιο δύσκολο ταξίδι — και γι' αυτό αξίζει κάθε του στιγμή.

Β.Π.: Υπάρχει κάποιο project ή βιβλίο που ονειρεύεσαι να κάνειςστο μέλλον;

Γ.Χ.: Ναι, υπάρχει ένα project που ονειρεύομαι εδώ και χρόνια. Συγκεντρώνω συνεχώς στοιχεία για διάφορα γεγονότα, αντικείμενα και ιστορίες που συνδέονται με την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό, και θέλω να τα συγκεντρώσω σε ένα βιβλίο που θα φωτίζει ακριβώς αυτά τα θέματα. Στόχος μου είναι να αναδείξω πτυχές του παρελθόντος που συχνά παραμένουν αθέατες, να φέρω στο φως μικρές αλλά σημαντικές λεπτομέρειες που αποκαλύπτουν πώς η ιστορία και ο πολιτισμός διαμορφώνουν την καθημερινή μας ζωή και την ταυτότητά μας.

Φαντάζομαι ένα βιβλίο που να συνδυάζει έρευνα, αφήγηση και εικόνες, όπου η ακρίβεια και η τεκμηρίωση συναντούν την ανθρώπινη ιστορία και την αισθητική απόλαυση. Θέλω να δημιουργήσω κάτι που να μην είναι απλώς μια συλλογή γεγονότων, αλλά μια «ζωντανή» παρουσίαση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού, ώστε ο αναγνώστης να αισθανθεί ότι αγγίζει το παρελθόν και κατανοεί τη σημασία του στο σήμερα. Είναι ένα έργο που απαιτεί χρόνο και συγκέντρωση, αλλά είναι επίσης ένα όνειρο που με ενθουσιάζει και με κινητοποιεί, γιατί αποτελεί φυσική συνέχεια της αγάπης μου για την έρευνα, τη λογοτεχνία και την αφήγηση

Β.Π.: Τι σου δίνει μεγαλύτερη ικανοποίηση στη δουλειά σου σήμερα – το αποτέλεσμα, η αναγνώριση ή κάτι άλλο;

Γ.Χ.: Φαντάζομαι ένα έργο όπου η έρευνα και η ακρίβεια συναντούν την αφήγηση και την ατμόσφαιρα. Θέλω να νιώσει ο αναγνώστης ότι αγγίζει το παρελθόν, ότι περπατά μέσα στους δρόμους και τα αντικείμενα που κουβαλούν ιστορίες αιώνων, να βιώσει την ίδια συγκίνηση που νιώθω κι εγώ κάθε φορά που ανακαλύπτω κάτι καινούργιο. Δεν πρόκειται απλώς για καταγραφή γεγονότων· είναι η προσπάθεια να αποτυπωθεί η ψυχή της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού, οι μικρές στιγμές που καθορίζουν το πώς φτάσαμε ως εδώ και πώς νιώθουμε σήμερα.

Είναι ένα όνειρο που απαιτεί χρόνο, συγκέντρωση και υπομονή, αλλά ταυτόχρονα με γεμίζει ενθουσιασμό. Είναι η φυσική συνέχεια της αγάπης μου για την έρευνα, τη λογοτεχνία και την αφήγηση, μια ευκαιρία να ενώσω το παρελθόν με το παρόν, και να μοιραστώ αυτή την εμπειρία με τους αναγνώστες μου.

Επίλογος:

Η Γκρέτα Χριστοφιλοπούλου μιλά με ευαισθησία και καθαρότητα, θυμίζοντάς μας πως η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια· είναι ανάγκη. Ένας τρόπος να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο και να τον ξαναφτιάχνουμε, λίγο πιο φωτεινό κάθε φορά.